- φατός
- φᾰτός c. neg.,1 inexpressible
ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον οὐ φατὸν ὀξείᾳ μελέτᾳ O. 6.37
ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν I. 7.37
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον οὐ φατὸν ὀξείᾳ μελέτᾳ O. 6.37
ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν I. 7.37
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
φατός — spoken masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατός — (I) ή, όν, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος 2. αυτός για τον οποίο πρέπει ή μπορεί να γίνει λόγος («τὸ μήτε φατὸν μήτε ῥητὸν κάλλος», Πλούτ.) 3. μτφ. περίφημος, ξακουστός. επίρρ... φατῶς Α ρητώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰ τής συνεσταλμένης… … Dictionary of Greek
φατά — φατός spoken neut nom/voc/acc pl φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc/acc dual φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατόν — φατός spoken masc acc sg φατός spoken neut nom/voc/acc sg φατον , φημί Spir. Prooem. pres ind act 2nd dual φατον , φημί Spir. Prooem. pres ind act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαταί — φατός spoken fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατοί — φατός spoken masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατέ — φατός spoken masc voc sg φατε , φημί Spir. Prooem. pres ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαθ' — φατά , φατός spoken neut nom/voc/acc pl φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc/acc dual φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc sg (doric aeolic) φατέ , φατός spoken masc voc sg φαταί , φατός spoken fem nom/voc pl φᾱτι , φημί Spir. Prooem. pres ind act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατ' — φατά , φατός spoken neut nom/voc/acc pl φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc/acc dual φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc sg (doric aeolic) φατέ , φατός spoken masc voc sg φαταί , φατός spoken fem nom/voc pl φᾱτι , φημί Spir. Prooem. pres ind act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσφατος — η, ο (Α θέσφατος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά θέσφατα οι θείες εντολές ή προφητείες, οι χρησμοί αρχ. 1. αυτός που έχει εξαγγελθεί, που έχει λεχθεί από τον θεό, μοιραίος 2. ο σταλμένος από τον θεό, ο θείος 3. φρ. «θέσφατόν ἐστι» είναι ορισμένο … Dictionary of Greek
οδυνήφατος — ὀδυνήφατος, ον (Α) αυτός που φονεύει την οδύνη, που απαλλάσσει κάποιον από τον πόνο («ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων ἠκέσατο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + φατος (< *φατός < θείνω* «σκοτώνω»), πρβλ. δουρί φατος, πυρί φατος. Το σύνθετο αυτό… … Dictionary of Greek